δέλφιξ

δέλφιξ
δέλφιξ, ῐκος, ,
A tripod,

δέλφικας ἀργυροῦς Plu.TG2

(prob. for δελφῖνας)

; δέλφικα· τὸν τρίποδα EM255.10

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δέλφιξ — ( ικος), ο (Α) ο τρίπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Δελφοί, με άγνωστο πρότυπο σχηματισμού] …   Dictionary of Greek

  • δέλφικα — δέλφιξ tripod masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέλφικι — δέλφιξ tripod masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”